ευαρμοστώ

ευαρμοστώ
(ΑΜ εὐαρμοστῶ, -έω) [ευάρμοστος]
προσαρμόζομαι καλά, ταιριάζω, είμαι καλά προσαρμοσμένος
αρχ.
1. είμαι καλά αρμονισμένος ή συντεθειμένος
2. έχω την έκταση που αρμόζει
3. συμφωνώ σε κάτι με κάποιον, συμβιβάζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐαρμόστῳ — εὐάρμοστος well joined masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”