- ευαρμοστώ
- (ΑΜ εὐαρμοστῶ, -έω) [ευάρμοστος]προσαρμόζομαι καλά, ταιριάζω, είμαι καλά προσαρμοσμένοςαρχ.1. είμαι καλά αρμονισμένος ή συντεθειμένος2. έχω την έκταση που αρμόζει3. συμφωνώ σε κάτι με κάποιον, συμβιβάζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.